κορδακικώτερον

κορδακικώτερον
κορδᾱκικώτερον , κορδακικός
like the
adverbial comp
κορδᾱκικώτερον , κορδακικός
like the
masc acc comp sg
κορδᾱκικώτερον , κορδακικός
like the
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορδακικός — κορδακικός, ή, όν (Α) [κόρδαξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα 2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”